Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πλάτες, οι


Ερμηνεία:

 (η πλάτη, της πλάτης) [πλάτη είναι το πίσω μέρος του κορμιού του ανθρώπινου σώματοςπου αρχίζει από το κάτω τμήμα του αυχένα και καταλήγει στην περιοχή της οσφύος, στη μέση. Στον πληθυντικό σημαίνει τις ωμοπλάτες, που είναι τα δύο οστά στα οποία στηρίζονται οι βραχίονες]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πλατύς, πλατεία, πλατύ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε: ― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα! ... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: